- όμορος
- -η, -οαυτός που έχει τα ίδια σύνορα, που συνορεύει, ο γειτονικός: Όμορα κράτη. – Όμορα χωράφια κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὅμορος — having the same borders with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… … Dictionary of Greek
ὅμορον — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc sg ὅμορος having the same borders with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμούρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμούρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόροις — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόρου — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόρους — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόρων — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόρῳ — ὅμορος having the same borders with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)